Αμαλάριχος

Αμαλάριχος
(502 – 531). Βασιλιάς των Βησιγότθων της Ισπανίας και της Σεπτιμανίας στη Γαλατία (507-531). Ήταν γιος του Αλάριχου Β’ και εγγονός του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου, ο οποίος ένωσε κάτω από το σκήπτρο του τα δύο βασίλεια των Οστρογότθων και των Βησιγότθων. Μετά τον θάνατο του Θεοδώριχου οι κτήσεις του μοιράστηκαν στα δύο εγγόνια του και ο Α. πήρε την Ισπανία και μέρος της Γαλατίας (τις χώρες δεξιά του Ρήνου). Ο Α. σύναψε φιλικές σχέσεις με τους Φράγκους και παντρεύτηκε την Κλοτίλδη, κόρη του βασιλιά τους Χλοδοβίκου. Φανατικός αρειανός, δεν κατόρθωσε να προσηλυτίσει στο δόγμα του την καθολική σύζυγό του που εξοργίστηκε και ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού της Χελδεβέρτου. Οι Φράγκοι εκστράτευσαν κατά του Α. και σε αιματηρή μάχη που δόθηκε μπροστά στα τείχη της πόλης Ναρμπόν, o Α. ηττήθηκε και σκοτώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αμαλάριχος ή Αμορί — (Amalric Amaury). Όνομα δύο Λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ. 1. Α.Α’ (1135 – 1174). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1163 74), δεύτερος γιος του Φούλκου Ε’, κόμη της Ανδηγαυίας, και αδελφός του Βαλδουίνου Γ’τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο. Αφού χώρισε… …   Dictionary of Greek

  • Βουκολέων — Ένα από τα βασιλικά οικοδομήματα του Βυζαντίου που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408 450) και πήρε αυτή την ονομασία από το μαρμάρινο σύμπλεγμα που στόλιζε την κύρια πύλη του και παρίστανε ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ένα βόδι. Το …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ …   Dictionary of Greek

  • Ισαβέλλα της Ανδηγαυίας — (Isabelle d’ Anjoux, 1169 – 1205). Βασίλισσα της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ (1192 1205). Κόρη του Αμαλάριχου A’ της Ιερουσαλήμ και της Μαρίας της Κομνηνής, χώρισε από τον πρώτο της σύζυγο και παντρεύτηκε τον Κονράδο τον Μομφερατικό, μετά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”